νυκτερινά

νυκτερινά
νυκτερινός
by night
neut nom/voc/acc pl
νυκτερινά̱ , νυκτερινός
by night
fem nom/voc/acc dual
νυκτερινά̱ , νυκτερινός
by night
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Νυκτερινά Νέα — Καθημερινή αθηναϊκή εφημερίδα (1916 18). Ιδρύθηκε από τον Ανδρέα Κονιτόπουλο και ήταν μεταμεσονύχτια έκδοση της εφημερίδας Λαός …   Dictionary of Greek

  • νυκτερίν' — νυκτερινά , νυκτερινός by night neut nom/voc/acc pl νυκτερινά̱ , νυκτερινός by night fem nom/voc/acc dual νυκτερινά̱ , νυκτερινός by night fem nom/voc sg (doric aeolic) νυκτερινέ , νυκτερινός by night masc voc sg νυκτεριναί , νυκτερινός by night… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυκτερινάς — νυκτερινά̱ς , νυκτερινός by night fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγος — το, ΝΜΑ 1. φως, λάμψη (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο φέγγος» β. «λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν», Πίνδ.) 2. το διάχυτο ή αμυδρό φως τής σελήνης (α. «είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω», Ερωτόκρ. β. «τὸ… …   Dictionary of Greek

  • Σοπέν, Φρειδερίκος Φραγκίσκος — (Chopin). Πολωνός συνθέτης και πιανίστας (Ζελάζοβα Βόλα 1810 Παρίσι 1849). Αποκάλυψε πολύ νωρίς το μουσικό του ταλέντο και άρχισε γρήγορα τη μελέτη του πιάνου του οργάνου της προτίμησης του, στο οποίο κυρίως αφιέρωσε την ιδιοφυΐα του κι έκανε την …   Dictionary of Greek

  • συμφωνικό ποίημα — Συμφωνική σύνθεση που συνδέεται με ένα εξωμουσικό πρόγραμμα. Πρέπει να υποθέσουμε πως ο προγραμματισμός της μουσικής δημιουργίας έχει πολύ παλιά καταγωγή και μάλιστα ότι αρχικά η μουσική είχε σχεδόν αποκλειστικά προγραμματική αξία. Είναι φανερό,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”